- μασχάλιον
- μασχάλιον και μασχάλινον, τὸ (Α) [μασχάλη](κατά τον Ησύχ.) «κάνιστρον ἐκ φύλλων φοίνικος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek